Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Μαρία-Ηλέκτρα 37


Το άσπρο του μαρμάρου
                                                              Φωτογραφία Α. Μ.

                       
Άσπρο. Άσπρο φως. Tου μαρμάρου. Τρίβω, τρίβω. Όσο κι αν τρίβω όμως, πάει αυτό, έχει ξεθωριάσει. Χάθηκε η λάμψη του. Όπως κι από το πρόσωπό μου. Έσβησε από τις σόλες που πέρασαν, που το πάτησαν. Χιλιάδες παπούτσια. Ακόμα περισσότερα βήματα βιαστικά, σταθερά, φοβισμένα, δυνατά, οργισμένα, δειλά, μετέωρα. Τρίβω, τρίβω. Έχω πέσει στα γόνατα και τρίβω. Με πανί και με μανία –να φύγει. Το άρρωστο κίτρινο, αυτή η χλωμάδα του καιρού κι η σκόνη στις ρωγμές, να φύγει, να φύγει. Να γίνει άσπρο ξανά, φωτεινό. Το δέρμα δε μπορεί, όχι, το σκαλί; Όσο γίνεται. Και να μυρίζει υγρό καθαρισμού, χημικά άνθη του δάσους, εκεί ακριβώς που βαθουλώνει, στο κέντρο.
Κρατώ τη σφουγγαρίστρα, όπως τη λήκυθο τότε, στην αυτοσχέδια παράσταση που δώσαμε στην πλατεία, στην Κορυτσά: «Ακριβέ αδερφέ μου, ποια χέρια σε σκότωσαν; Σε ποιον ακούμπησες το κεφάλι για ν’ αφήσεις την τελευταία σου πνοή; Πώς έγινε στάχτη το κορμί, το βλέμμα, ο καημός για τον άδικο, ναι, τον άδικο φόνο του πατέρα; Πού πήγε ο θυμός; Τι έγινε αυτός ο κοινός μας όρκος για εκδίκηση, που μ’ έθρεφε τόσα χρόνια;»
Μπα! Δεν έχει πάθος, δεν έχει μέγεθος, δεν έχει καν θεατές, θα ’λεγε εκείνος ο περιπλανώμενος δάσκαλος που εμφανίστηκε ξαφνικά στην περιοχή, μάζεψε όλα τα πιτσιρίκια απ’ τις αλάνες και μας δίδαξε - ένα καλοκαίρι ολόκληρο – το αρχαίο δράμα για να φύγει ύστερ’ αθόρυβα, όπως ήρθε.  Έχει όμως αλήθεια, έχει ψυχή, του απαντώ νοερά. Όπου και να ’σαι, δες με: ένα ανθρώπινο κουβάρι είμαι, μια σκιά Ηλέκτρα ντυμένη παλιόρουχα. Διωγμένη από έναν τόπο που δε με κράτησε, που δε τον θέλησα κι εγώ, αφού με ρήμαξε, με τραυμάτισε, με σκότωσε… Δεμένη με το σκοινί της ελπίδας για  ένα καλύτερο αύριο και με χειραλυσίδες, πέρασα τον Αχέροντα για να βρεθώ εδώ στη μάνα πατρίδα, στριμωγμένη σ’ ένα ισόγειο δυάρι με την οικογένεια της αδερφής μου. 
Πρόσφυγας κι εγώ, που παλεύω με το σύρμα, τον κουβά, τις αναμνήσεις, τις πληγές, το πηχτό υγρό γι’ αστραφτερά πατώματα, τα δάκρυά μου. Που παλεύω κάθε μέρα για μια φέτα ψωμί, πριν από μια πάροδο. Χωρίς ένσημα. Χωρίς εύσημα. Χωρίς κανέναν να περιμένω. Χωρίς όνειρα. Τραγωδία, ελληνική.

                                                                                                                                                                 

                                                                                                                                                                                                                                                                                 
(O μονόλογος υποστηρίχτηκε στο θέατρο της ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ από τη φιλόλογο και ηθοποιό Α. Καλλίντσεβα. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημ.  Αγγελιοφόρος, 1/7/2006 βρίσκεται στο βιβλίο της Αλεξάνδρας Μυλωνά  Εγώ και μερικές φίλες μου, εκδ. Γράφημα, 2009. Περισσότερα στο: www.grafima.com.g)